δημεραστικός

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημεραστικός Medium diacritics: δημεραστικός Low diacritics: δημεραστικός Capitals: ΔΗΜΕΡΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: dēmerastikós Transliteration B: dēmerastikos Transliteration C: dimerastikos Beta Code: dhmerastiko/s

English (LSJ)

v. δημεραστής.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
amante del pueblo subst. τὸ δ. amor por el pueblo, pasión por los asuntos públicos ref. a Alcibíades, Procl.in Alc.146.

German (Pape)

[Seite 561] ή, όν, zum Volksfreund geeignet, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δημεραστικός: -ή, -όν, κλίσιν ἔχων πρὸς δημεραστίαν, Πρόκλ. Ἀλκ. 1, σ. 306.

Greek Monolingual

δημεραστικός, -ή, -όν (Α)
ο επιδεικτικά φιλικός προς τον δήμο, τον λαό.