διάθρεψη

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source

Greek Monolingual

η (AM διάθρεψις, -εως) διατρέφω
1. πλήρης, κανονική θρέψη, διατροφή, θρέψιμο
2. το αποτέλεσμα της θρέψης
3. η παροχή τών αναγκαίων για τη διατροφή.