διάχρισις
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
-εως, ἡ, anointing, Archig. ap. Aët.6.39; smearing with pitch, Gp.6.9.2.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 medic. untura, unción διαχρίσεις τῆς ἕδρας ... διὰ πηγάνου Archig. en Aët.6.39, cf. 8.20, Anon.Med.Acut.Chron.6.3.24, Hsch.s.u. κόμμωσις.
2 empegadura, embadurnamiento de recipientes para vino con pez ἡ δ. ἐστι πίσσα μετὰ ἑψητοῦ καὶ θαλαττίου ὕδατος Gp.6.9.2.
Greek Monolingual
διάχρισις, η (AM) (Μ και διαχρισμός)
άλειμμα
μσν.
1. αλοιφή
2. επίχρισμα με πίσσα.
German (Pape)
ἡ, das Salben, Geop.