διαβλαστάνω

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβλαστάνω Medium diacritics: διαβλαστάνω Low diacritics: διαβλαστάνω Capitals: ΔΙΑΒΛΑΣΤΑΝΩ
Transliteration A: diablastánō Transliteration B: diablastanō Transliteration C: diavlastano Beta Code: diablasta/nw

English (LSJ)

sprout, Thphr. CP 4.8.1, Plu.Crass.22.

Spanish (DGE)

brotar, germinar ἃ καὶ σπειρόμενα διαβλαστάνει παραχρῆμα Thphr.CP 4.6.8, cf. 3.20.6, 4.8.1, HP 7.5.2
anat. ἀπὸ μιῆς πολλαὶ (φλέβες) διαβλαστάνουσαι brotando muchas venas a partir de una sola Hp.Oss.11
echar brotes ἐκείνη (φλέψ) δὲ ἀφ' ἑωυτῆς διέβλαστε Hp.Oss.16.

French (Bailly abrégé)

poindre en germant, germer.
Étymologie: διά, βλαστάνω.

Greek (Liddell-Scott)

διαβλαστάνω: μέλλ. -βλαστήσω, ἀναδίδω βλαστούς, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 4. 8, 1.

Russian (Dvoretsky)

διαβλαστάνω: прорастать, прозябать, давать всходы (πόα διαβλαστάνουσα Plut.).

German (Pape)

(βλαστάνω), ausschlagen, auskeimen, Theophr.