διαδέρω
From LSJ
English (LSJ)
strip off, δέρμα Paul.Aeg.6.50:—Pass., ib.68.
Spanish (DGE)
pelar, despellejar τὸ ὑπερκείμενον δέρμα Paul.Aeg.6.50.2, τοὺς ὑμένας Paul.Aeg.6.62.4, en v. pas. οἱ δίδυμοι Paul.Aeg.6.68.
Greek (Liddell-Scott)
διαδέρω: δέρω, Παῦλ. Αἰγιν. 220, 288 (Briau).