διαθεσμοθετέω

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαθεσμοθετέω Medium diacritics: διαθεσμοθετέω Low diacritics: διαθεσμοθετέω Capitals: ΔΙΑΘΕΣΜΟΘΕΤΕΩ
Transliteration A: diathesmothetéō Transliteration B: diathesmotheteō Transliteration C: diathesmotheteo Beta Code: diaqesmoqete/w

English (LSJ)

prescribe severally, ordain, πάντα αὐτοῖς ταῦτα Pl. Ti.42d, cf. Iamb.VP16.68, Hierocl.in CA19p.460M., Procl.in Cra. p.49P.

Spanish (DGE)

ordenar, prescribir, disponer normas con autoridad el demiurgo διαθεσμοθετήσας δὲ πάντα αὐτοῖς ταῦτα Pl.Ti.42d, cf. Hierocl.in CA 19.4, Procl.in Cra.49, βασάνους τε ποικιλωτάτας τε κολάσεις ... τοῖς χρωμένοις Iambl.VP 68, θεὸς διαθεσμοθετεῖ ... τῶν ἀνθρώπων τὰς ῥήσεις Gr.Nyss.Eun.2.263, οἱ τὰ περὶ τὰς Ἐκκλησίας ἐξαρχῆς διαθεσμοθετήσαντες ἀπόστολοι καὶ πατέρες Basil.Spir.27.66.53.

German (Pape)

[Seite 578] durch Gesetze bestimmen; πάντα Plat. Tim. 42 d; – Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διαθεσμοθετέω: τακτοποιῶ, βάλλω εἰς τάξιν (διὰ νόμου), Πλάτ. Τιμ. 42D.

Russian (Dvoretsky)

διαθεσμοθετέω: приводить в порядок, упорядочивать Plat., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-θεσμοθετέω bij de wet bepalen.