διαναρκάω
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
English (LSJ)
A grow stiff or numb, Corn.ND35.
2 remain torpid through the winter, hibernate, f.l. in Thphr. Fragmenta 171.7; cf. διαρκέω.
Spanish (DGE)
privar de sensibilidad, paralizar τῷ οἷον διαναρκᾶν τοὺς ἀποθνήσκοντας las Erinis, Corn.ND 35.
German (Pape)
[Seite 591] fortwährend erstarrt sein, den Winterschlaf halten, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
διαναρκάω: ἀποναρκοῦμαι, Λατ. torpere, Κορνοῦτ. Θ. Φ. 35. 2) διαμένω νεναρκωμένος κατὰ τὸν χειμῶνα, Θεόφρ. π. Ἰχθ. 7, ἔνθα ὅμως ὁ κῶδ. Voss. διαρκοῦντας, ὡς ἐν Ἀριστ. Θαυμασ. 23.