διαπαιδαγώγηση
From LSJ
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
Greek Monolingual
η (Α διαπαιδαγώγηση) διαπαιδαγωγώ
διάπλαση του χαρακτήρα παιδιού με παιδαγωγικές μεθόδους
νεοελλ.
1. καθοδήγηση
2. ανατροφή, αγωγή παιδιών, μόρφωση.