διαπαιδαγώγηση

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source

Greek Monolingual

η (Α διαπαιδαγώγηση) διαπαιδαγωγώ
διάπλαση του χαρακτήρα παιδιού με παιδαγωγικές μεθόδους
νεοελλ.
1. καθοδήγηση
2. ανατροφή, αγωγή παιδιών, μόρφωση.