διαπατάω

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾰπᾰτάω Medium diacritics: διαπατάω Low diacritics: διαπατάω Capitals: ΔΙΑΠΑΤΑΩ
Transliteration A: diapatáō Transliteration B: diapataō Transliteration C: diapatao Beta Code: diapata/w

English (LSJ)

deceive utterly, Pl.Lg.738e, Ph.2.92:—Pass., Arist.HA496b5.

Spanish (DGE)

engañar totalmente αὐτόν Pl.Lg.738e, cf. Ph.2.92, ἡ δὲ Μαγνῆτις (λίθος) διαπατᾷ τὴν ὄψιν, ὡς δοκεῖν ἀργύριον εἶναι Hsch.λ 1353
en v. pas. estar totalmente equivocado διηπατημένη ... δόξα Plu.2.117a
subst. τὸ διηπατημένον lo equivocado Arist.Top.148a7, οἱ νομίζοντες (πλεύμονα) εἶναι κενὸν διηπάτηνται los que creen que el pulmón está vacío están equivocados de parte a parte Arist.HA 496b5, ὁ Καικίλιος ... πάνυ διηπάτηται Longin.8.4, cf. 2.1.

German (Pape)

[Seite 594] verstärktes simpl., Plat. Legg. V, 738 e; Arist. H. A. 1, 17 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διᾰπᾰτάω: μέχρι τέλους, ὁλοσχερῶς ἀπατῶ, Πλατ. Νόμ. 738Ε· παθ., Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 17, 7.

Russian (Dvoretsky)

διᾰπᾰτάω: полностью обманывать (τινα Plat., Plut.; διηπατημένη καὶ ψευδὴς δόξα Plut.): τὸ διηπατημένον Arst. полное заблуждение.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δι-απατάω (helemaal) misleiden; met inf.: ἔπεισεν αὐτὸν ἢ διηπάτησε τῇ Αἴθρᾳ συγγενέσθαι hij haalde hem over of bedroog hem volkomen dat hij moest vrijen met Aethra Plut. Thes. 3.5.