διαπεραστικός
From LSJ
Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimus → Ertrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που διαπερνά, που διατρυπά, διεισδυτικός
2. (για κρύο) τσουχτερός, δριμύς
3. (για φωνή) οξύς και συνήθως ενοχλητικός.