Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν → explain Homer from Homer, explain Homer with Homer
διαρτῶ (-άω) (Α)1. αναρτώ, εξαρτώ, κρεμώ2. απασχολώ3. εξαπατώ, ξεγελώ4. αποχωρίζω.