διασκώπτομαι

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monotonic

διασκώπτομαι: μέλ. -ψομαι — Μέσ., αστειεύομαι, περιπαίζω, ανταλλάσσω περιπαικτικά σχόλια, λέω χωρατά εδώ και εκεί, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ψομαι
Mid. to jest one with another, pass jokes to and fro, Xen.