διατεθρυμμένως

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατεθρυμμένως Medium diacritics: διατεθρυμμένως Low diacritics: διατεθρυμμένως Capitals: ΔΙΑΤΕΘΡΥΜΜΕΝΩΣ
Transliteration A: diatethrymménōs Transliteration B: diatethrymmenōs Transliteration C: diatethrymmenos Beta Code: diateqrumme/nws

English (LSJ)

Adv., (διαθρύπτω) weakly, Pl.Lg.922c.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. pas. de διαθρύπτω débilmente, con debilidad ἀνοήτως ... καὶ δ. ... ἔχομεν οἱ πλεῖστοι ref. al espíritu, Pl.Lg.922c.

German (Pape)

[Seite 605] weichlich, üppig, Plat. Legg. XI, 922 c.

Russian (Dvoretsky)

διατεθρυμμένως: расслабленно, безвольно (ἀνοήτως καὶ δ. Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

διατεθρυμμένως: ἐπίρρ. (διαθρύπτω) ἐκτεθηλυμμένως, Πλάτ. Νόμ. 922C.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διατεθρυμμένως, adv. van het ptc. perf. med. van διαθρύπτω, slap, zwak.