διεισδύω

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεισδύω Medium diacritics: διεισδύω Low diacritics: διεισδύω Capitals: ΔΙΕΙΣΔΥΩ
Transliteration A: dieisdýō Transliteration B: dieisdyō Transliteration C: dieisdyo Beta Code: dieisdu/w

English (LSJ)

v. διεισδύνω.

Greek Monolingual

διεισδύω και διεισδύνω) εισδύω
εισχωρώ, χώνομαι μέσα σε κάτι διαπερνώντας το
νεοελλ.
1. κρύβομαι, τρυπώνω
2. εμβαθύνω.