διμέτωπος

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐμέτωπος Medium diacritics: διμέτωπος Low diacritics: διμέτωπος Capitals: ΔΙΜΕΤΩΠΟΣ
Transliteration A: dimétōpos Transliteration B: dimetōpos Transliteration C: dimetopos Beta Code: dime/twpos

English (LSJ)

διμέτωπον, with two fronts, App. BC5.33.

Spanish (DGE)

-ον
de dos frentes o caras, bifronte ref. a dispositivos de asedio, App.BC 5.33, δ.· bifrons, Gloss.2.277.

Greek (Liddell-Scott)

διμέτωπος: -ον, δύο ἔχων μέτωπα, Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 33.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α διμέτωπος, -ον)
αυτός που έχει δύο μέτωπα, δηλ. αντιμετωπίζει δύο διαφορετικούς αντιπάλους («διμέτωπος αγώνας»)
αρχ.
εκείνος που έχει δύο μέτωπα.

German (Pape)

doppelstirnig, von Festungswerken, App. B.C. 5.33.