διποδισμός

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διποδισμός Medium diacritics: διποδισμός Low diacritics: διποδισμός Capitals: ΔΙΠΟΔΙΣΜΟΣ
Transliteration A: dipodismós Transliteration B: dipodismos Transliteration C: dipodismos Beta Code: dipodismo/s

English (LSJ)

ὁ, = διποδία ΙΙ, Hsch.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
cierto baile en Lacedemonia, Ath.630a, Hsch.s.u. διποδία.

Greek Monolingual

ο (AM διποδισμός)
νεοελλ.
ο φυσικός βηματισμός του αλόγου που γίνεται με διαδοχική ύψωση και στήριξη τών διαγώνιων ποδιών του
αρχ.
είδος χορού, διποδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + ποδισμός.

German (Pape)

ὁ, der Tanz διποδία, Hesych., wo man διποδιασμός vermutet.