διϊστέον
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
(δίοιδα) one must learn, v.l. for διοιστέον, E.Hipp.491.
Spanish (DGE)
hay que referir, hay que contar ὡς τάχος διιστέον, τὸν ... ἀμφὶ σοῦ λόγον hay que contar cuanto antes la historia sobre ti E.Hipp.491.
Greek Monotonic
διϊστέον: ρημ. επίθ. του δίοιδα, πρέπει να διαγνώσουμε, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
διϊστέον: Eur. adj. verb. к δίοιδα.
German (Pape)
adj. verb. zu δίοιδα, Eur. Hipp. 491.