διόδια

From LSJ

ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father

Source

Greek Monolingual

τα (AM δίοδιον)
τέλη που καταβάλλονται για τη διάβαση πύλης, ποταμού, γέφυρας, διώρυγας κ.λπ. από μεταφορικά μέσα ή ανθρώπους
αρχ.-μσν.
πέρασμα, στενωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διόδια πληθ. του διόδιον < δι (α)- + όδιον, ουδ. του επιθ. όδιος < οδός].