δμωΐς
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
English (LSJ)
-ΐδος, ἡ, = δμωή, A. Th. 363 (lyr.), Supp. 335, E. Ba. 514, Lyc. 1123, ARh. 1.285.
Spanish (DGE)
-ΐδος, ἡ
criada, sierva, esclava δμωΐδες ... νέαι A.Th.363, cf. Supp.977, E.Io 666, εἴτε πρόσπολον ... εἴτ' ἄλοχον εἴτε δμωίδ' ni criada ni esposa ni sierva E.Fr.132.2, cf. Andr.137, Hec.966, Lyc.1123, δμῶές τε καὶ δμωΐδες Hp.Ep.12, τάσδε ... δμωίδας κεκτήσομαι E.Ba.514, cf. A.R.1.285, Philet.21, Plu.Cam.33, Man.2.276, Nonn.D.20.245, δμωὶς δρηστοσύνῃσι κεκασμένη IG 22.11205.1 (Atenas, rom.), δοῦλος ἐναλλάγδην δμωίδι γενόμενος AP 5.302.16 (Agath.)
•c. dat. ὡς μὴ γένωμαι δ. Αἰγύπτου γένει A.Supp.335
•ayudante, asistente δμωΐδες ... ἀγακλειταί περ ἐοῦσαι de las amazonas que forman el cortejo de Pentesilea, Q.S.1.35, δμωΐδες Ἠελίοιο de las Horas, Nonn.D.2.271, 12.18.
German (Pape)
[Seite 650] ΐδος, ἡ, dasselbe; Aesch. Spt. 345 u. öfter; Eur. Hec. 966 u. öfter; Philet. 18.
French (Bailly abrégé)
ΐδος (ἡ) :
c. δμῳή.
Russian (Dvoretsky)
δμωΐς: ΐδος ἡ Aesch., Eur. = δμωή.