ἐναλλάγδην
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
Adv. = ἐναλλάξ, AP5.301.16 (Agath.), Man.4.181, Doroth. ap. Heph.Astr.3.30, Agath.1.12,al.
Spanish (DGE)
adv. alternativamente εἰ δὲ μιγῇς ἰδίῃ θεραπαινίδι, τλῆθι καὶ αὐτὸς δοῦλος ἐ. δμωΐδι γινόμενος si te acuestas con tu propia criada, resígnate a ser tú mismo esclavo a tu vez de la sirvienta, AP 5.302 (Agath.), cf. Doroth.399.34, Man.4.181, Agath.1.12.5, Eust.764.41.
German (Pape)
[Seite 826] abwechselnd; Agath. 3 (V, 302); Man. 4, 181.
Russian (Dvoretsky)
ἐναλλάγδην: Anth. = ἐναλλάξ.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναλλάγδην: ἐπίρρ. = ἐναλλάξ, Ἀνθ. Π. 5. 302, Μανέθ. 4. 181.
Greek Monolingual
ἐναλλάγδην (AM)
επίρρ. εναλλάξ, εναλλακτικά, κατά διαδοχή, διαδοχικά, εκ περιτροπής.