δουλευτής

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source

German (Pape)

[Seite 661] ὁ, Diener, Eustath.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
siervo τοῦ θεοῦ A.Pil.B 16.1, glos. a πρόπολος Sch.Opp.H.5.422.

Greek Monolingual

ο (θηλ. δουλεύτρια και δουλεύτρα, η) (AM δουλευτής, Μ θηλ. δουλεύτρια, η)
υπηρέτης, δούλος
μσν.- νεοελλ.
1. εργάτης που ζει από την αμοιβή της εργασίας του
2. εργατικός, φιλόπονος.