δουλόσυνος
From LSJ
ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world
English (LSJ)
δουλόσυνον, = δοῦλος (A) ΙΙ, enslaved, τινί E.Hec.448 (lyr.).
Spanish (DGE)
(δουλόσῠνος) -ον
esclavo de c. dat. τῷ δ. πρὸς οἶκον κτηθεῖσ' ἀφίξομαι; ¿a casa de quién llegaré como esclava conquistada? E.Hec.448.
German (Pape)
[Seite 662] ον, knechtisch, dienstbar; τινί, Eur. Hec. 452 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'esclave, servile.
Étymologie: δοῦλος.
Russian (Dvoretsky)
δουλόσῠνος: порабощенный, подвластный (τινι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
δουλόσυνος: -ον, =δοῦλος ΙΙ, ὑπόδουλος, ὑποτεταγμένος, τινι, Εὐρ. Ἑκ. 452.
Greek Monolingual
δουλόσυνος, -ον (AM)
μσν.
δουλικός
αρχ.
υπόδουλος, υποταγμένος.
Greek Monotonic
δουλόσυνος: -ον, (δοῦλος II), υπόδουλος, υποταγμένος σε, τινι, σε Ευρ.
Middle Liddell
δουλόσυνος, ον adj δοῦλος II]
enslaved, τινι Eur.