δραματοποιώ

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source

Greek Monolingual

(Α δραματοποιῶ)
1. διασκευάζω μύθο ή οποιαδήποτε άλλη υπόθεση σε δράμα
2. δίνω δραματική (διαλογική) μορφή σε λογοτεχνικό έργο
νεοελλ.
παρουσιάζω κάποιο γεγονός πολύ σοβαρότερο απ' ό,τι πραγματικά είναι («μη δραματοποιείς την κατάσταση»).