δυσδιαφόρητος

From LSJ

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσδιαφόρητος Medium diacritics: δυσδιαφόρητος Low diacritics: δυσδιαφόρητος Capitals: ΔΥΣΔΙΑΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: dysdiaphórētos Transliteration B: dysdiaphorētos Transliteration C: dysdiaforitos Beta Code: dusdiafo/rhtos

English (LSJ)

δυσδιαφόρητον,
A hard to disperse or hard to dissipate, Gal.11.119.
II hardly evaporating, Id.10.657; not excreting readily, Id.17(1).188; διάθεσις Alex.Trall.8.2; cf. δυσδιαχώρητος.

Spanish (DGE)

-ον
medic.
1 que se asimila mal, difícil de digerir de un pescado, Xenocr.14.
2 que elimina líquidos con dificultad, que no permite la evaporación o exudación de la piel del cuerpo, Gal.1.220, τὰ δὲ πάχεα καὶ γλίσχρα Gal.10.626, ἡ ὕλη Alex.Trall.2.381.22
que no puede eliminar humores ὁ ὄγκος Gal.11.119, Paul.Aeg.4.18.1, ὁ ἄνθραξ Aët.7.32, φύσεις Gal.17(1).188, σκληρὰ μὲν ἡ ἕξις καὶ πυκνή Gal.10.626, cf. Aët.5.71, χυμῶν σεσηπότων δ. ἔνστασις Hippiatr.2.18, τὰ ἐκχυμώματα Gal.13.385, τὸ ψυχρὸν πυκνώτερον καὶ δυσδιαφόρητον Alex.Aphr.Pr.1.53
que no permite la disgregación, no apto para la disolución de ciertos cuerpos sólidos, Gal.10.657, δίαιτα τε παχυνοῦσα καὶ δ. Alex.Trall.1.335.14, διάθεσις Alex.Trall.2.359.6.

German (Pape)

[Seite 677] schwer zu verdauen, auszudünsten, Medic.; schwer ausdünstend, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιαφόρητος: -ον, ὁ δυσκόλως διὰ τῶν πόρων ἐξερχόμενος, ἀπορριπτόμενος, Γαλην. 2. 392. 6, 311 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐνεργ., δυσκόλως ἐξατμίζων, αὐτόθι.

Greek Monolingual

δυσδιαφόρητος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα εξέρχεται από τους πόρους
2. εκείνος που δύσκολα εξατμίζει.