δωδεκόμφαλος
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
δωδεκόμφαλον, with twelve knobs, πόπανον IG22.1367.
Spanish (DGE)
-ον
de doce abultamientos o salientes semiesféricos πόπανα δωδεκόμφαλα ὀρθόνφαλα IG 22.1367.28, cf. 17 (I d.C.).
German (Pape)
[Seite 694] mit zwölf Nabeln, Buckeln, Inscr. 523.
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκόμφαλος: -ον, ἔχων δώδεκα ὀμφαλούς, πόπανον Συλλ. Ἐπιγρ. 523.