ειρηνοποιός
From LSJ
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
Greek Monolingual
-ό (AM εἰρηνοποιός, -όν)
ειρηνικός, συμβιβαστικός
νεοελλ.
αυτός που κατευθύνει ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις
αρχ.
ρωμαίος ειρηνοδίκης.