εκβράζω

From LSJ

οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.

Source

Greek Monolingual

(AM ἐκβράζω, Α και ἐκβράσσω)
(για θάλασσα ή ποταμό) αποβάλλω, ρίχνω έξω στην ξηρά
μσν.
(για βλαστούς) αναβλαστάνω
αρχ.
1. βγάζω εξανθήματα
2. χύνομαι ή ρέω προς τα έξω
3. εξωθώ, εκδιώκω
4. ἐκβράζομαι
(για πλοίο) εξοκέλλω, πέφτω έξω.