εκθεώμαι

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source

Greek Monolingual

ἐκθεῶμαι (-άομαι) (Α)
1. παρατηρώ, παρακολουθώ από την αρχή ώς το τέλος
2. γίνομαι ορατός.