εκκεντώ

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source

Greek Monolingual

(-έω) (AM ἐκκεντῶ)
εξορύσσω, βγάζω έξω
νεοελλ.
με αιχμηρό όργανο τρυπώ το δέρμα ώσπου να αιμορραγήσει
αρχ.
1. διατρυπώ, διαπερνώ
2. σφάζω, μαχαιρώνω
3. σκοτώνω, ξεκάνω
4. τσιμπώ.