εκκεντώ

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source

Greek Monolingual

(-έω) (AM ἐκκεντῶ)
εξορύσσω, βγάζω έξω
νεοελλ.
με αιχμηρό όργανο τρυπώ το δέρμα ώσπου να αιμορραγήσει
αρχ.
1. διατρυπώ, διαπερνώ
2. σφάζω, μαχαιρώνω
3. σκοτώνω, ξεκάνω
4. τσιμπώ.