ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
ἐκνέμω (AM)
1. βόσκω, κατατρώγω κάτι βόσκοντας
2. κατοικώ
3. μέσ. απομακρύνω
4. εξέρχομαι
5. μοιράζω, απονέμω
6. ιατρ. (για πληγή) εξαπλώνομαι.