εκούσιος

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἑκούσιος, -α, -ον και ἐκούσιος, -ον)
αυτός που γίνεται με τη θέλησή του, ο ηθελημένος
αρχ.
1. αυτός που ενεργεί με ελεύθερη βούληση
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑκούσια
πράξεις εθελοντικές
3. (απρσ.) «ἑκούσιόν ἐστί μοι» — είμαι πρόθυμος για κάτι.