εκπνοή

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐκπνοή)
η έξοδος του αέρα από τα αναπνευστικά όργανα
νεοελλ.
λήξη ορισμένης χρονικής περιόδου («εκπνοή προθεσμίας»)
αρχ.
1. θάνατος
2. αναθυμίαση ή πνοή σε μορφή ατμού
3. το στόμιο απ' όπου εξατμίζεται κάτι περιορισμένο σε κλειστό χώρο.