εκπράσσω

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source

Greek Monolingual

ἐκπράσσω και αττ. τ. ἐκπράττω και ιων. τ. ἐκπρήσσω (Α)
1. αποπερατώνω, κατορθώνω
2. καταστρέφω, σκοτώνω
3. απαιτώ, εισπράττω
4. τιμωρώ, εκδικούμαι.