ελεός

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἐλεός)
πτηνό της οικογένειας τών γλαυκιδών, γλαυξ η βραχύωτος, κλαψοπούλι
αρχ.
τραπέζι όπου ο μάγειρας κόβει το κρέας.