ελιγμός
From LSJ
ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack
Greek Monolingual
ο (Α ἑλιγμός)
1. στροφή, στρίψιμο
2. περιστροφική κίνηση
νεοελλ.
1. κίνηση ή μετασχηματισμός στρατεύματος για την επίτευξη τακτικού σκοπού
2. έμμεση προσέγγιση ορισμένου σκοπού με περιστροφές
αρχ.
1. συστροφή οργάνων
2. δέσιμο κόμπου.