στρίψιμο

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119

Greek Monolingual

το, Ν
1. η ενέργεια του στρίβω, συστροφή, στροφή
2. κλώσιμο νήματος
3. αλλαγή πορείας
4. μτφ. α) τρέλα, παραφροσύνη
β) υπεκφυγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έστριψα του στρίβω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψιμο)].