ελκυστήρας

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἑλκυστήρ)
νεοελλ.
1. μέρος του σαμαριού του αλόγου που προσαρμόζεται στο στήθος του, μπροστινέλα
2. τρακτέρ, όχημα έλξης με ειδικούς τροχούς ή ερπύστριες για να μπορεί να κινείται σε ανώμαλο έδαφος
αρχ.
1. εμβρυουλκός
2. χαλινάρι
3. ως επίθ. αυτός που γίνεται για έλξη ή στη διάρκεια της έλξης.