εμπασιά

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source

Greek Monolingual

και μπασιά και έμπαση, η
1. το μέρος απ' όπου μπαίνει κανείς, η είσοδος
2. στενός δρόμος
3. το φαινόμενο ή ο χρόνος κατά τον οποίο τα νερά της θάλασσας επανέρχονται στην αρχική τους θέση, παλίρροια.