εμποτίζω

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source

Greek Monolingual

1. κάνω κάτι διάβροχο με υγρό, μουσκεύω, διαβρέχω
2. μτφ. εμπνέω σε κάποιον ιδέες ή συναισθήματα.