εμφιλόσοφος

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source

Greek Monolingual

ἐμφιλόσοφος, -ον (AM)
αυτός που περιέχει ή περιλαμβάνει φιλοσοφία, ο φιλοσοφικός.
επίρρ...
ἐμφιλοσόφως
με φιλοσοφία, φιλοσοφικώς.