ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
ἐνέπω και ἐννέπω (Α)1. διηγούμαι, αφηγούμαι («ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον», Ομ. Οδ.)2. μιλώ, συζητώ3. υποδηλώνω («κτενῶν νιν, ὡς τοὔνειρον ἐννέπει τόδε», Αισχίν.)4. μιλώ παραινετικά5. καλώ, ονομάζω6. αποτείνω τον λόγο.