εννεάμηνος

From LSJ

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source

Greek Monolingual

και εννιάμηνος, -η, -ο (Α ἐννεάμηνος, -ον)
(για χρόνο) αυτός που περιλαμβάνει εννέα μήνες
νεοελλ.
1. αυτός που διαρκεί εννέα μήνες («εννεάμηνη περιοδεία»)
2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εννεάμηνα ή εννιάμηνα
μνημόσυνο που γίνεται εννέα μήνες από τον θάνατο
αρχ.
(το ουδ. ως ουσ. κατά παράλειψη του έμβρυον) το εννεάμηνο(ν)
αυτός που γεννιέται τον ένατο μήνα («τίκτουσι γὰρ γυναῖκες και ἐννεάμηνα καὶ ἑπτάμηνα», Ηρόδ.).
επίρρ...
ἐννεαμήνως (Μ)
μέσα σε εννέα μήνες.