εντευκτήριο

From LSJ

αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble

Source

Greek Monolingual

το
1. χώρος όπου δίνονται συνεντεύξεις, γίνονται συναντήσεις κ.λπ.
2. αίθουσα ιδρύματος, λέσχης κ.λπ. για αναμονή ή αναψυχή τών επισκεπτών.