εξακολουθώ

Greek Monolingual

και ξακολουθώ και ξακολουθάω (AM ἐξακολουθῶ, -έω) ακολουθώ
νεοελλ.
1. συνεχίζω κάτι («εξακολουθεί να μην προσέχει»)
2. επαναλαμβάνω («θα εξακολουθήσει τις σπουδές του»)
3. χρον. συνεχίζομαι, διαρκώ («το κρύο εξακολουθεί»)
αρχ.-μσν.
(για πρόσ.) παρακολουθώ, ακολουθώ («εἰ ἐξηκολούθησεν ἡ καρδία μου γυναικὶ ἀνδρὸς ἑτέρου», ΠΔ)
αρχ.
1. έρχομαι ως αποτέλεσμα
2. προκύπτω
3. επιβαρύνω
4. είμαι αναγκαίος για κάτι.