εξαρχής

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563

Greek Monolingual

και ξαρχής (AM ἐξ ἀρχῆς, Μ και [ἐ]ξαρχῆς)
επίρρ. από την αρχή
μσν.
1. ανέκαθενἐξαρχῆς πιστὸς εἰς τὸν δεσπότην», Χρον. Τόκκ.)
2. (με την πρόθ. ὡς) «ὡς ἐξαρχής» — κατά γενικό κανόνα («καίπερ εἰπεῖν ὡς ἐξαρχῆς ό φθόνος οὐκ ἐκλείπει εὶς βασιλεῖς», Διήγ. Βελισ.).