ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
η (AM ἐξεύρεσις) εξευρίσκω
επινόηση, ανακάλυψη («εξεύρεση λύσης»)
νεοελλ.
η εξοικονόμηση, ο προσπορισμός μετά από αναζήτηση («εξεύρεση λύσης»)
αρχ.
1. αναζήτηση
2. εφεύρεση.