εξιλέωση
From LSJ
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
Greek Monolingual
η (AM ἐξιλέωσις) εξιλεώνω
1. εξευμενισμός, καταπράυνση
2. εξαγνισμός, άφεση παραπτώματος.