εξομοίωση

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382

Greek Monolingual

η (AM ἐξομοίωσις) εξομοιώνω
το να εξομοιώνεται, να γίνεται κάτι όμοιο με κάτι άλλο
μσν.
1. μίμηση
2. ομοιότητα.