εξόδευμα

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source

Greek Monolingual

και ξόδεμα, το εξοδεύω
1. κατανάλωση, δαπάνη
2. πώληση εμπορευμάτων.